- κωλώνω
- [κώλος]1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» — το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη)2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή διστάζω να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.