κωλώνω

κωλώνω
[κώλος]
1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» — το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη)
2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου
3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω
4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή διστάζω να κάνω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωλώνω — κωλώνω, κώλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κωλώνω — κώλωσα, κωλωμένος 1. οπισθοδρομώ, κάνω πίσω. 2. κάνω κάποιον να επιστρέψει, τον γυρίζω πίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κώλωμα — το [κωλώνω] 1. βάδισμα προς τα πίσω, οπισθοχώρηση 2. σταμάτημα εμπρός σε εμπόδιο …   Dictionary of Greek

  • κώλωση — η [κωλώνω] κώλωμα …   Dictionary of Greek

  • κολώνω — βλ. κωλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”